Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μεταδίδω με τον

См. также в других словарях:

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… …   Dictionary of Greek

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …   Dictionary of Greek

  • φωτίζω — ΝΑ, και φωτάω Ν [φῶς, φωτός] 1. παρέχω φως (α. «η λάμπα φωτίζει το δωμάτιο» β. «ὁ ἥλιος φωτίζει τὸν κόσμον», Διόδ.) 2. μτφ. παρέχω εξηγήσεις, διευκρινίσεις, διαφωτίζω (α. «η ανάκριση φώτισε το έγκλημα» β. «οι Βυζαντινοί σχολιαστές φώτισαν αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρίζω — 1. μεταδίδω σε κάτι ηλεκτρισμό, φορτίζω κάτι με ηλεκτρισμό 2. προκαλώ την ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων στην επιφάνεια ενός σώματος, διοχετεύω ηλεκτρισμό 3. προξενώ σε κάποιον ηλεκτρικό κλονισμό, πλήττω κάποιον με ηλεκτρισμό 4. μτφ. διεγείρω… …   Dictionary of Greek

  • παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»